- προσανατείνω
- Α1. τεντώνω κάτι με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη2. σηκώνω προς τα πάνω, ανυψώνω («προσανατείνειν τὴν κεφαλὴν καὶ τὰς χεῑρας εἰς οὐρανόν», Κλήμ. Αλ.)3. (μέσ. και παθ.) προσανατείνομαια) επισείω ως επί πλέον φόβητρο («παρῆν εἰς Ἀχαΐαν προσανατεινόμενος τὸν ἀπὸ Ῥωμαίων φόβον», Πολ.)β) απειλώγ) εκτείνομαι σε μήκος4. φρ. «τῇ ὥρᾳ προσανατείνειν» — επιμηκύνω τον χρόνο, βραδύνω, αργοπορώ (Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνατείνω «εντείνω, επεκτείνω, ανυψώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.